ἀγυρμός

ἀγυρμός
ἄγυρις
gathering
masc nom sg
ἀγυρμός
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγυρμός — ο (Α ἀγυρμός) νεοελλ. παλιό έθιμο τών κατοίκων τής Βιζύης στη Θράκη, κατά το οποίο οι μεταμφιεσμένοι γύριζαν από σπίτι σε σπίτι (ίσως λείψανο τών αρχαίων διονυσιακών τελετών) αρχ. ο ἀγερμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. συνεσταλμένη βαθμίδα ἀγυρ < ἀγερ τού ρ.… …   Dictionary of Greek

  • ἀγυρμούς — ἄγυρις gathering masc acc pl ἀγυρμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγυρμόν — ἄγυρις gathering masc acc sg ἀγυρμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”